- παρατέλευτος
- -ον, Α1. προτελευταίος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρατέλευτοςη λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρατέλευτονείδος μέτρου («μονόμετρον ὅ καὶ παρατέλευτον ὀνομάζεται», Σχόλ. στον Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -τελευτος (< τελευτή)].
Dictionary of Greek. 2013.