παρατέλευτος

παρατέλευτος
-ον, Α
1. προτελευταίος
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρατέλευτος
η λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρατέλευτον
είδος μέτρου («μονόμετρον ὅ καὶ παρατέλευτον ὀνομάζεται», Σχόλ. στον Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -τελευτος (< τελευτή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρατέλευτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατέλευτον — παρατέλευτος masc/fem acc sg παρατέλευτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατελεύτοις — παρατέλευτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατελεύτου — παρατέλευτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατελεύτων — παρατέλευτος masc/fem/neut gen pl παρατελευτάω to be penultimate imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) παρατελευτάω to be penultimate imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατελεύτῳ — παρατέλευτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρατέλευτος — ον, Α το θηλ. ως ουσ. η προπαρατέλευτος η προπαραλήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παρατέλευτος «παραλήγουσα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”